- ὀρίνῃς
- ὀρί̱νῃς , ὀρίνωstiraor subj act 2nd sgὀρί̱νῃς , ὀρίνωstirpres subj act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνορίνω — Α 1. διεγείρω, ξεσηκώνω, παρακινώ συγχρόνως («ἵνα οἱ σὺν θυμὸν ὀρίνῃς», Ομ. Ιλ.) 2. παθ. συνορίνομαι συνταράσσομαι («συνορινόμεναι κίνυντο φάλαγγες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀρίνω «εγείρω, σηκώνω»] … Dictionary of Greek